Το άγρυπνό της βλέμμα -της Μαρίας Μίγκλη
(Διακριθεν στο διαγωνισμό Ροδος , ιστορίες του τόπου μας. Των εκδόσεων. I write.)
Ρόδος 1952
Τις πρώτες μέρες
του Σεπτέμβρη, ο φθινοπωρινός ουρανός είχε ήδη κρεμάσει τις νεφέλες στο γαλάζιο
του ένδυμα.
Η Όλγα ξυπνούσε
από νωρίς ,για να μυρίσει τα κίτρινα φύλλα, που έφτιαξαν ένα παχύ στρώμα στην
αυλή του σπιτιού της. Βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και ήταν
αρκετά μεγάλο και για τους δύο. Για εκείνη και το μικρό της γιo Ανδρέα. Δεν
υπήρχε γέννα, ασθένεια ή θάνατος που να μην έδινε το παρόν. Γιατί ήταν αυτή που
όλοι αποκαλούσαν "νοσοκόμα του πολέμου" .
Από πολύ νωρίς σήκωσε στους ώμους ένα χρέος που γνώριζε ότι δεν τελειώνει. Και δεν ζήταγε τίποτα , εκτός από την ευτυχία που τόσο σπάνια μπορούσε να νιώσει.
Σήμερα άνοιξε το παράθυρό της και πρόσεξε το γκριζογάλανο χρώμα του ουρανού. Βουβός, μα η σιωπή του σκόρπαγε στον κόσμο ανατριχίλα.
"Κάτι θα γίνει. Το αισθάνομαι ."
Αμέσως πήγε στην διπλανή κάμαρα . Φίλησε τον Ανδρέα που ακόμα κοιμόταν και βγήκε πάλι στην αυλή παίρνοντας μαζί της ένα βιβλίο.
Ίσως να είχαν περάσει λίγα λεπτά, μισή ώρα ή μια ολόκληρη. Το
ελαφρύ τρίξιμο στην πόρτα την αφύπνισε. Στην αρχή έμοιαζε με γερμένος ίσκιος.
Έπειτα ο ίσκιος έγινε ένας νέος άνδρας , στηριγμένος σε ένα μπαστούνι.
"Καλημέρα, τι θα θέλατε;"
Ο επισκέπτης κρατούσε ένα δώρο παραμάσχαλα για εκείνη. Δεν αποκρίθηκε, σαν να περίμενε να ακούσει κάτι ακόμα.
Η Όλγα σηκώθηκε από την καρέκλα της και τον πλησίασε. Τίναξε τον ύπνο από τα βλέφαρα της βιαστικά. Η ψηλή του κορμοστασιά ήταν βέβαια γνώριμη. Και αυτό το πόδι που λύγιζε ελαφρά την γύρισε αρκετά χρόνια πίσω.
Ένιωθε πως στεκόταν πάλι μπροστά σε εκείνο το κρεβάτι. Στεκόταν ακόμα και της ώρες που κείτονταν ναρκωμένος. Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι.
"Κάθισε Μανώλη. Ναι , ακόμα θυμάμαι το όνομα σου."
Ο Μάνος Χατζησταυρής κάθισε με κόπο σε μια πολυθρόνα. Αμέσως πρόσεξε την φωτογραφία στον απέναντι τοίχο.
"Αυτός είναι ο Ανδρέας. Έδωσα το όνομα του στο γιό μας."
Ο Μάνος της έγνεψε. " Λυπάμαι πολύ."
Απέμειναν ακίνητοι. Στο καθιστικό ηχούσε μόνον ο χτύπος από το εκκρεμές. Υπήρχε μια πικρή ιστορία πίσω από τον χαμένο χρόνο.
Η κατοχή εγκλώβισε εκείνον και άλλους ακόμα στην πρωτεύουσα. Κλείστηκε ανήμπορος σε ένα διαμέρισμα περνώντας τον καιρό του στην αδράνεια. Ενίοτε προτιμούσε να τελειώσει την ζωή του, παρά να ζήσει σαν ανάπηρος . Αυτό δεν της το αφηγήθηκε ποτέ ωστόσο.
το 1948 επιστρέφοντας την αναζήτησε χωρίς αποτέλεσμα. Πλέον ζούσε σε ένα εξοχικό στον Προφήτη Ηλία, μακριά από τον κόσμο.
Η Όλγα έσπασε τη σιωπή της λίγα λεπτά αργότερα. Δεν μπορούσε να αντέξει εκείνο το ρίγος στην πλάτη. Του ζήτησε να μείνει για φαγητό . Ίσως να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά . Εκείνος απορροφημένος από το δροσερό και ανέγγιχτο πρόσωπο της , θα έλεγε πρόθυμος " ναι " σε ότι κι αν ζήταγε.
Έφαγαν μαζί . ίσως να κοίταξε τον Ανδρέα πάνω από χίλιες φορές. Ήταν μόνο έξι χρονών . Κάποια στιγμή σφούγγησε τα χείλη στην πετσέτα του.
"Πρέπει να φύγω. Το αυτοκίνητο με περιμένει έξω." εξήγησε .
Η Όλγα τον συνόδεψε ως την πόρτα. Εκείνος στάθηκε
προσοχή μπροστά της. Η οικοδέσποινα αναγνώρισε το κύρος που ο επισκέπτης της
είχε ανέκαθεν. Τίποτα δεν μπορούσε να του το στερήσει.
"Θέλω να σε ευχαριστήσω. Έχω σχεδιάσει
μια εκδρομή, για εσένα και τον Ανδρέα. Αν θέλεις θα περάσω αύριο το πρωί. Στις
δέκα;"
"Χαρά μου θα ήταν."
Ο επισκέπτης, της φίλησε το χέρι και της ξύπνησε μέσα της εκείνη
τη χαμένη έγνοια. Το γλυκό πιοτό που η ψυχή είχε τόσο νοσταλγήσει.
Το βράδυ έφτασε. Τα φώτα στο σπίτι έσβησαν. Η Όλγα τυλίχτηκε ήρεμη στα φρέσκα σεντόνια. Έσβησε το λαμπατέρ και το δωμάτιο λούστηκε από το φώς του φεγγαριού.
Τα βλέφαρα της έκλεισαν . Τότε μια βαριά ανάσα ακούμπησε το σβέρκο της. Κάποιος έσκουζε μέσα στη νύχτα.
"Κάντε κάτι. Πονάω. Πονάω σας λέω. "
Μια πονεμένη κραυγή την έκανε να
τιναχτεί από το στρώμα.
Έτρεξε σαν τρελή έξω, ψάχνοντας να βρει από που ήρθαν οι φωνές. Παραπατούσε πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, γυρεύοντας εκείνη τη φωνή.
Όταν κατάλαβε πως ήταν μια παραίσθηση ησύχασε. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού όπου τελικά την πήρε ο ύπνος.
~
Η νέα μέρα έλαμψε με τα ωραία της χρώματα. Στιςδέκα το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι. Ο οδηγός κόρναρε. Ο Μάνος φώναξε από το κάθισμα του συνοδηγού.
"Άντε παιδία . Βιαστείτε."
Οι καλεσμένοι μπήκαν μέσα φέρνοντας μαζί ένα καλάθι με φαγητά. Η Όλγα έπιασε τον Μανώλη να γελά σκυφτός στο σακάκι του.
Σε λιγότερο από μια ώρα το αυτοκίνητο στάθμευσε σε ένα τοπίο με καρποφόρα δέντρα. Ο Ανδρέας είδε ένα πλακόστρωτο σιντριβάνι που στα νερά του κολυμπούσαν κόκκινα ψάρια.
Ο Μάνος τον αγκάλιασε και τον βοήθησε
να κοιτάξει μέσα. Η Όλγα άκουσε ένα ελαφρύ τρίξιμο στα δέντρα. Έπειτα το
τρεχάμενο νερό. Ύστερα το τραγούδι ενός πουλιού. Και όλα μαζί έγιναν μουσική
στα αυτιά της.
Ο Μάνος πλησίασε ξύνοντας το μπαστούνι στο έδαφος.
"Αυτή είναι η Ελεούσα".
Έστρεψε ελαφρά το μπαστούνι προς το σιντριβάνι.
"Εδώ έκανε μπάνιο ο Μουσολίνι και εδώ πιο κάτω είναι το Σανατόριο."
Η νεαρή γυναίκα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Της θύμισε έντονα πως γνωρίστηκαν σε ένα θάλαμο που τα αισθήματα δεν μπορούν να αναπνεύσουν.
Ο Μάνος της άπλωσε το χέρι και την προσκάλεσε σε έναν περίπατο. Ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε.
Το Ιταλικό χωριό, που θα μπορούσε κανείς
να το δει σαν μια γειτονιά, κοσμούσαν επίσης λίγα σπίτια και η καθολική
εκκλησία. Ανάμεσα τους περιστοιχίζονταν τα δέντρα της μικρής πλατείας.
Ο Μάνος ζήτησε από τον οδηγό του τον Αιμίλιο να προσέχει τον Ανδρέα. Είχε την μεγάλη επιθυμία να περπατήσει στο πλάι της μητέρας του. Κατευθύνθηκαν δυτικά του χωριού στη δασωμένη περιοχή.
"Είσαι χλωμή ..."
"Χθες θυμήθηκα ορισμένα πράγματα", ομολόγησε εκείνη.
Ο συνοδός της κοίταξε στο κενό , με κρυφή υπερηφάνεια στο βλέμμα.
"Κάποτε ήσουν άτρωτη."
Κάποια στιγμή το βήμα του έπαυσε . Ύψωσε το ραβδί του προς την κορυφή ενός δέντρου. Ευθύς μια πέρδικα πέταξε μέσα από τα πυκνά κλαδιά του. Η Όλγα έβγαλε μια κραυγή. Ύστερα γέλασε.
"Δεν
είναι η κατάλληλη εποχή."
Ο νεαρός άνδρας συνέχισε να βαδίζει και να την παρασέρνει.
"Τα πιο ωραία πράγματα, γίνονται στη λάθος εποχή."
Η απάντηση του την άφησε με ακόμα μεγαλύτερη απορία.
Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν μπροστά σε μια πανάρχαια εκκλησία . Η γυναίκα περίεργη τράβηξε το λουκέτο και μπήκανε. Ο χώρος ήταν σκιερός, μόνο λίγο φώς έρεε από ψιλά στο μικρό παράθυρο του τρούλου. Μια ροή τόσο αρμονική , που έκανε το γοητευμένο πρόσωπο της να σεργιανήσει στους τοίχους. .
Πόσο όμορφα και εκκωφαντικά γιόρταζε η σιωπή ανάμεσα στις πέτρες. Μέσα σε αυτή τη γιορτή ο Μάνος την αιφνιδίασε και σφράγισε το γελαστό της στόμα. Κι ας είχαν χείλη απαίδευτα και ανέραστα. Ας είχαν όλα αυτά που τους κυνηγούν.
Η Όλγα τον έσπρωξε και τράβηξε προς την πόρτα.
" Που πάς;"
"Στο γιό μου."
Προχώρησε έξω και ήταν σαν να ξαναζούσε μετά από χρόνια. Την ακολούθησε ως το αυτοκίνητο . Η απογοήτευση έγινε πίκρα στο στόμα, όμως μέσα στο βλέμμα η ελπίδα τρεμόπαιζε.
Ο Ανδρέας ήρθε και τον άρπαξε από το μανίκι. Τον ρώτησε που αλλού θα πάνε, χωρίς να πάρει απάντηση.
~
Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα.
Το πρωί της Δευτέρας ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα στην πόρτα της. Το πήρε με μελαγχολική έκφραση και τον ευχαρίστησε. Κάθισε στην κουνιστή καρέκλα της και το άνοιξε .
"Προτού αναρωτηθείς τι μπορεί να σου προσφέρει ένας σακάτης, σου ζητάω να σκεφτείς με όση καρδιά έχεις.
Σε ερωτεύτηκα, σε θαύμασα και σε μυήθηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα . Κάθε βράδυ ξαπλώνω στο στρώμα μου, περιμένοντας τα δικά σου βήματα. Ζω για τη στιγμή που θα έρθεις, να αγρυπνήσουμε μαζί.
Θέλω μια ευκαιρία, να σου ξεπληρώσω τις ώρες που έδιωχνες την αγωνία και το φόβο μου. Να δώσω στο γιο σου ένα πατέρα για να ζήσει με ευπρέπεια σε αυτόν τον κόσμο.
Να σε διεκδικήσω. Προτού ο χρόνος μας κρύψει στη σκόνη".
Η Όλγα δίπλωσε το γράμμα νιώθοντας τον άτσαλο σφυγμό της. Τα μάτια της έσταζαν από έρωτα και ευφορία.
Περιφέρθηκε για αρκετή ώρα στο σπίτι. Θυμόταν να γράφει ταχτικά στον πατέρα της και να του ζητά να μαζέψει φάρμακα από τα πιο εύπορα χωριά της Ρόδου. Ακόμα και αυτό το μπαστούνι που τόσο φοβόταν να βλέπει, ήταν ένα δώρο που άφησε γελαστή στο κρεβάτι του Μάνου.
"Αυτό στο στέλνει ο πατέρας μου .
Είναι από κόκαλο ελέφαντα."
Κάποτε στάθηκε μπροστά στην φωτογραφία του Ανδρέα. Την κοίταξε αποφασισμένη σαν να τον είχε πάλι μπροστά της.
"Θα ξανάρθει."
Το απόγευμα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. Ένας δυνατός άνεμος έσερνε τα καινούργια φύλλα στην αυλή. Περπάτησε επάνω τους ξυπόλυτη και έριξε το βλέμμα της στο δρόμο.
Φάνταζε τόσο όμορφη αυτή
η αναμονή, που θα περίμενε. Θα περίμενε όσο χρειαστεί.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου