Μικρή ιστορία – της Μαρίας Μίγκλη
Το ρολόι σήμαινε το πέρασμα κάθε ώρας εκνευρίστηκα , σε ένα
μαγαζί που τα πρωινά λειτουργούσε σαν καφετέρια και με τη δύση ψυχαγωγούσε την πελατεία ως παμπ .
Έξω επικρατούσε χειμωνιάτικος καιρός. Όπως τη μέρα που
διάβασε την αγγελία στην εφημερίδα.. Πέρασε ένας χρόνος.
Ήταν πλέον Σεπτέμβριος , καθώς θα μπορούσε να ήταν και Οκτώβριος. Κανείς τους δεν ήξερε πότε θα
έρθει η στιγμή.
11:10
Το τσιγάρο της σχεδόν τελείωσε. Άργησε.
Μέτρησε πάνω από 100 γράμματα. Κάποιο θα εμπεριείχε
συμπάθεια. Κάποιο ίσως μια φωτογραφία , κάπου αλλού θα υπήρχε ένα παράπονο. Κάπου
, κάπως το κενό της μοναξιάς της γέμιζε.
«Είσαι όμορφη» της έγραψε
όταν την είδε για πρώτη φορά.
Και έκτοτε , από το δέκατο έως το ενενηκοστό , τα φάκελα της ακτοπλοϊκής εταιρίας γέμιζαν
γράμματα συνοδευόμενα από πρόσωπα και τοπία .
12/Ιουνίου/1978
… Σου γράφω από ένα ύψωμα στο νότο. Εδώ άνθρωποι χτίσανε
μοναστήρι . Εδώ πέρασα τα χρόνια μου , κοιτώντας ένα βράχο ριζωμένο μεσοπέλαγα.Ο μύθος έγραφε πως
ήτανε καράβι , που κάποτε το σέρναν πειρατές. Αν θες μια μέρα πάρε με μαζί σου.
Στις μεγάλες ακτές. Στα μυθικά καράβια. Στο
Γκρίνουιτς…
11:20
Άργησε . Αυτή βυθίστηκε σε σκέψεις που πολλές φορές τις έχει
περπατήσει. Αν θα είναι αυτό που τόσο καιρό έψαχνε. Αν θα τη διάβαζε χωρίς αυτή
να πει λέξη. Και άλλη μία σκέψη παρενέβη, που ίσως την έκανε λυγίσει και να
φύγει . Τι θα γίνει αν δεν είναι αυτός ; Τι θα κάνει αν δεν ήταν όπως πίστευε.
Έβγαλε από την τσάντα της την ταμπακιέρα , που πάνω της έπλεε
χαραγμένη η Μαρί Σελέστ. Έτσι όπως την θυμούνταν πριν
εξαφανιστεί.
«Συγγνώμη αν άργησα.»
Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα, για να ακουμπήσει το τσιγάρο
στα χείλη της και να τον κοιτάξει αυστηρά , για να κρύψει την ανακούφιση της. Να
πάρει την πρώτη ρουφηξιά και έπειτα να του γνέφει με ένα : κάθισε.
Και ήρθε επιτέλους απέναντι της , με μια ηρεμία και μια
υπομονή που αυτή μπορούσε να δοκιμάσει και να τσαλακώσει όσο επιθυμούσε.
-
Σε ακούω λοιπόν.
-
Νομίζω πως τα έχουμε πει όλα.
Το εισιτήριο της
επιστροφής κρεμόταν τσαλακωμένο στο
άνοιγμα της τσάντας .
-
Θα το κρατήσω , για να θυμάμαι ότι βρεθήκαμε στα
μισά.
-
Πόσο καιρό θα μείνεις.
-
Τέσσερις μέρες.
Του αποκρίθηκε. Και μαζί με το ανάστημα ύψωσε τον τόνο της
φωνής της.
«Τότε πρέπει να συστηθούμε από την αρχή.»
Με ένα τρόπο λοιπόν , που μόνον αυτός- ο γνωστός και άγνωστος μαζί - γνώριζε , κατάφερε
να αποσπάσει ένα χαμόγελο. Περίμενε μήνες για να το δει , το κέρδισε μόνος του
, ήταν δικό του. Και δεν φοβόταν το αυστηρό
της πρόσωπο , ούτε τη σιωπή και το δισταγμό της. Ότι κιαν είπαν , το φέραν μαζί
τους. Το είχε φανταστεί , και μπορούσε
να το αγαπήσει , αν τον αγαπούσε κι εκείνη.
Οι ασημένιες χαρακιές του Μαρί Σελέστ γυάλιζαν κάτω από το παλιό πολύφωτο και αυτός
θυμόταν να της την ταχυδρομεί με ένα σημείωμα.
«Στο υπόσχομαι. Μια μέρα θα σε πάω μαζί μου , στον ισημερινό
του Γκρίνουιτς. Στα μυθικά καράβια που
αγαπάς.»

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου