Το οβάλ κάδρο – της Μαρίας Μίγκλη

 


Η υπηρέτρια βάδισε βιαστική στο φωτεινό γαλάζιο διάδρομο. Η πρόσκληση στον ασημένιο δίσκο επιφύλασσε μια έκπληξη που δεν θα ευχαριστούσε ιδιαίτερα το νεότερο μέλος της οικογένειας.

Ο Πατρίκιος είχε σχεδόν τελειώσει τον πρωινό καφέ και ανυποψίαστος διάβασε το περιεχόμενο.

«Τι συμβαίνει;» Ρώτησε η μητέρα βλέποντας το αγαπημένο της παιδί σκυθρωπό . Αυτός την κοίταξε επιμένοντας στην ίδια δυσάρεστη έκφραση.

Έμοιαζε να το είχε πει, ακόμα κιαν δεν το έλεγε.

 

Ο Ανδρέας και η Υπατία , παντρεύονται.

                             -

 

1923

 

Ο Ανδρέας ξυπνούσε καθημερινά μέσα από το σφύριγμα των όλμων και των κρότο των κανονιοβολισμών  του Μικρασιατικού πολέμου. Η πληγή του πόναγε σαν να είχε μόλις  ανοίξει , και ο ιδρώτας μπερδευόταν με την καυτή του ανάσα στο σκοτάδι. Αυτή η έξαψη , έμοιαζε να  κρατάει χρόνια , ενώ είχαν περάσει μήνες από την επιστροφή στην Αθήνα.

Έπρεπε να ζήσει , και να ανατρέξει ξανά στους παλιούς ρυθμούς της ζωής του. Λίγα πράγματα είχε  αγαπήσει. Και το μόνο μέρος που η ψυχή του γαλήνευε ήταν το μικρό ατελιέ, που μύριζε λαδομπογιά και φρεσκοκομμένο μουσαμά.

Εκείνη , που τόσο αναπάντεχα μπήκε στη ζωή του , ήταν  μια σπουδάστρια καλών τεχνών , που έπλευσε από τα Δωδεκάνησα . Μια ξεμυαλίστρα , που ενθουσίασε τον Πατρίκιο με το χορό της.

Η Υπατία ήταν αντάξια της αρχαίας  προκατόχου του ονόματος της. Γεμάτη αντιλήψεις και ιδέες που δεν συμβάδιζαν με τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε τι επάνω της ήταν αρχαίο, ακόμα και το ψιλό γεμάτο καμπύλες κορμί της που θύμιζε μαρμάρινο άγαλμα.

Έτυχε λοιπόν , ο Πατρίκιος Κυπριανιδης να είναι ο Βενιαμίν της οικογένειας , που δεν κατάφερνε τίποτε χωρίς την έγκριση του πατέρα. Οι προθέσεις του δεν ήταν καθόλου σαφείς.  Κάπως έτσι έκλεισε ένας χρόνος κρυφής σχέσης και στα μισά αυτού του χρόνου ο Ανδρέας δέχτηκε να γνωρίσει την Υπατία . Την Ίδια περίοδο , που η επιστροφή του στην τέχνη σήμαινε ένα ιστορικό γεγονός , ο ήρωας Κυπριανιδης έψαχνε το κατάλληλο μοντέλο για τη «Δούκισσά της Πλακεντίας».

Έκανε τρεις κύκλους γύρω από εκείνη και εξέτασε κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της. Και πράγματι , ήταν αυτό που έψαχνε. Το μυτερό της σαγόνι και τα έντονα ζυγωματικά της , παρέπεμπαν σε ένα περήφανο , έναν ισχυρογνώμονα άνθρωπο. 

Ή Υπατία πόζαρε σε μια πολυθρόνα με ένα πράσινο φόρεμα και ένα λουλούδι στο χέρι και κατέληγε πολλές φορές να φεύγει στις δέκα το βράδυ από το ατελιέ.

«Ίσια το σώμα σου.» είπε ένα από αυτά τα βράδια ο Ανδρέας. Δεν ήταν μια παρά δέκα φορές, που το χέρι της λύγιζε , ή το φουρό χανόταν μέσα στην μακριά ουρά .

Την κοίταξε αγανακτισμένος πίσω από τον καμβά και  μούγκρισε.

«Δεν ξέρω τι μπορεί να σου είπε ο αδελφός μου. Συνεργάσου αλλιώς φύγε .»

Έπειτα  είδε την πόρτα του ατελιέ να ανοίγει λίγα μέτρα πίσω της. Ο Πατρίκιος έκανε την εμφάνιση του , όπως πάντα πιστός στο ραντεβού του.

Ο Ανδρέας ,πρόσεξε το κόκκινο φουλάρι με τα χρυσά κεντημένα  στάχυα γύρω από το λαιμό του. Δεν ταίριαζε ιδιαίτερα με τα ρούχα του, που μπορούσε κάθε λαϊκός να φορέσει.

Ο Πατρίκιος βοήθησε την Υπατία να σηκωθεί και να ισορροπήσει μέσα στο πλούσιο φουρό.

«Δεν τελειώσαμε ακόμα.» είπε φανερά ενοχλημένος ο Ανδρέας.

Ο Πατρίκιος τον αγνόησε τελείως και έδωσε ένα τρυφερό φυλή στην κοπέλα.

Πήγαινε να αλλάξεις. Θα σε περιμένω.

Ο Ανδρέας το πήρε απόφαση και ξεκούμπωσε νευρικός τη ρόμπα του . Χωρίς αυτήν γινόταν πάλι ο σκληροτράχηλος και απαιτητικός αριστοκράτης .

Ο Πατρίκιος , περίμενε να μείνει μόνος μαζί του , για να εκφράσει την δυσαρέσκεια του.

-          Θα σου ζητούσα να της φέρεσαι με περισσότερη επιείκεια.

-          Γιατί ; Δεν είναι η αρραβωνιαστικιά σου. Ούτε η γυναίκα σου. Είναι το μοντέλο που  πληρώνω.

-Ότι και να είναι , απαιτώ να τη σέβεσαι.

 

Ό Ανδρέας μύρισε στον αέρα το άρωμα της φρέζιας   που η Υπατία είχε μόλις ψεκάσει στο λαιμό της. Έπειτα την είδε να έρχεται σφιγμένη στο λευκό της ταγέρ και βλέποντας την να πλησιάζει τον αδελφό του σκούπισε τα χέρια του νευρικός σκληρή του πετσέτα.

Έφυγαν σιωπηλοί .Όταν πέρασαν την πόρτα του ατελιέ ο Πατρίκιος βάλθηκε να λέει για πολλοστή φορά ότι ο Ανδρέας είναι τραυματισμένος από όλες τις πλευρές. Ψυχή, σώμα και πνεύμα.

Μετά από λίγους ψίθυρους ο Ανδρέας άκουσε το παιχνιδιάρικο γέλιο της και έσπευσε προς το παράθυρο. Το άνοιξε, και το άρωμα της ξεχύθηκε μέσα στο δρόμο.  

 

Και να μη ξαναέρθεις από εδω , ξεμυαλίστρα ….

 

Ωστόσο αυτός ήταν. Ένας άνθρωπος που έκρυβε τα αισθήματα του πολύ καλά. Δεν ήταν ο πόλεμος αυτός που τον άλλαξε, αλλά ο φόβος για τους ανθρώπους.

Όλα ήταν ίδια , μέχρι να πατήσει πόδι στο ατελιέ αυτό το κοριτσόπουλο, που δεν έμοιαζε να έχει κάτι το ιδιαίτερο για να ονομαστεί κυρία Κυπριανίδη.

Ωστόσο άλλη μια μέρα πέρασε μαζί της.

Άλλη μια μέρα μαζί της …

Το μεσημέρι της επομένης μέρας ανέβηκε στο ατελιέ μετανιωμένος  . Ήξερε πως εκείνη θα είχε ήδη φτάσει και θα είχε μπει με τα δικά της κλειδιά. Το άρωμα της θα μπερδευόταν πάλι με αυτό της λαδομπογιάς και θα τον έπνιγε, όπως κάθε μέρα.  

Όμως τελικά , δεν θα είχε το μυαλό να το σκεφτεί. Ο καυγάς πίσω από την πόρτα του προκάλεσε τρομερή ανησυχία.

-          Μπορώ να μάθω για ποιο λόγο αγριεύεις.

-          Τι δεν καταλαβαίνεις ; Ο πατέρας μου ξέρει για εμάς. Κάποιος , κάπου … δεν ξέρω.

-          Και τι μου ζητάς να κάνω τώρα Υπατία;

-          Να αναλάβεις τις ευθύνες σου.

Ξέσπασε η φωνή της ταραγμένης γυναίκας.

 

Η ανάσα του Πατρικίου ηχούσε βαριά στον αέρα. Πραγματικά , κανείς δεν υπολόγιζε τη δειλία μέσα του.

-Δεν ξέρω… καλύτερα να χωριστούμε για λίγο. Μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.

- Με περίπαιζες τόσο καιρό. Έπρεπε να καταλάβω ότι είσαι ένας άνανδρος.

 Ένας χτύπος ολοκάθαρος ήχησε στο δωμάτιο. Ο Ανδρέας έψαξε το κλειδί στην εσωτερική του τσέπη. Άνοιξε την πόρτα έξαλλος  και τους αιφνιδίασε. Ήταν έτοιμος , να την υπερασπιστεί για πρώτη φορά στη ζωή του.

Ο Πατρίκιος φόρεσε το καπέλο του βιαστικός.

«Πάρε ότι έχεις και φύγε. Τελειώσανε όλα.»

Ο Ανδρέας ψηλάφησε το κόκκινο σημάδι στον κρόταφο της. Έπειτα κοίταξε πέρα από τον ώμο του , τον αδελφό του να προσπερνάει απαθής.

Σε αυτήν την οικογένεια , δεν έχει ειπωθεί ούτε για αστείο να χτυπήσουμε γυναίκα…. Το έκανες;

Εκνευρισμένος από την αδιαφορία του τον ακολούθησε έξω.

ΣΕ ΡΩΤΆΩ! ΤΗ ΧΤΎΠΗΣΕΣ;

Ή φωνή του συντάραξε ολόκληρο τον όροφο. Ή Υπατία τον άρπαξε από τα ρούχα προτού του ορμήσει.

«Ανδρέα , άσε τον να φύγει.»

Τον έσυρε μαζί της μέσα στο ατελιέ και έκλεισε την πόρτα. Ήταν απελπισμένη . Προσπάθησε να το κρύψει το πρόσωπο της , όμως στο τέλος έκλαψε από την ντροπή της.

 Ο Ανδρέας την κοίταξε  άλλη μια φορά σιωπηλός. Πόσο μπορεί να την αδίκησε τελικά;  Τα χέρια του άπλωσαν και την φυλάκισαν στο στήθος του.

Και μετά σκοτάδι… τίποτα δεν υπήρχε πριν. Τίποτα δεν έμοιαζε να γεννιέται στο μετά.

 

                                -

 

Σαφώς , ο χρόνος θα ερχόταν να τα γιατρέψει όλα. Ή Υπατία είχε πια ηρεμήσει. Έκανε μια βόλτα στο ατελιέ και χάζεψε  τους τελειοποιημένους πίνακες , που ήταν ακουμπισμένοι πρόχειρα στους τοίχους.

 « Κάνεις πολλά πορτραίτα.» Είπε ψηλαφίζοντας τη λεπτομέρεια ενός προσώπου. 

Ο Ανδρέας δεν είχε φορέσει την ποδιά του ακόμα. Την κοίταζε σιωπηλός για αρκετή ώρα  από το ψιλό του σκαμνάκι . Έμοιαζε ευτυχισμένη εκεί , ανάμεσα στα χρώματα .

«Κατά παραγγελία» αποκρίθηκε χωρίς τη συνήθη αυστηρότητα .

Αυτή χαμογέλασε και πήρε στα χέρια της τη Νεκρή Φύση.

Ο ζωγράφος έξυσε την ράχη της μύτης του από αμηχανία.

«Σου αρέσει κάποιος ζωγράφος;»

Τι ανόητη ερώτηση. Ένας άνθρωπος των καλών τεχνών πάντα επηρεάζεται από κάποιον σπουδαίο.  Όμως τότε , είδε το πρόσωπο της να ροδίζει  και τα τοξωτά της φρύδια χόρεψαν με ενδιαφέρον.

 

Ο Καραβάτζιο.

Και συνέχιζε να βαδίζει , όπως την κοίταζε ακόμα. Το ροδαλό της πρόσωπο ταίριαξε με τα βυσσινιά της ρούχα , και το φως από το παράθυρο την έντυσε με σκόρπιες πινελιές και φωτισμούς. Ο Ανδρέας εκστασιάστηκε, βλέποντας μια ζωντανή ζωγραφιά να περιφέρεται ανάμεσα σε τόσες άψυχες.

«Συνέχισε.»

Είπε όταν εκείνη στάθηκε απορημένη. Οι σκιές στο πρόσωπο της αλλάζανε. Ο Ανδρέας κατάλαβε ότι έχασε πολύ καιρό . Τόσο , που σκέφτηκε να κάψει την Δούκισσα της Πλακεντίας.

 

Τη ρωτούσε τι θα κάνει από εδώ και πέρα.    Εκείνη έμοιαζε χαμένη. Ο πατέρας της, της διέκοψε  κάθε χρηματική παροχή. Μετά βίας θα πλήρωνε το ενοίκιο του επόμενου μηνός.

Ο Ανδρέας απηύδησε. Δεν της άξιζε τέτοιος ξεπεσμός .

«Θα έρθεις να μείνεις εδώ. Για όσο χρειαστεί.»ειπε και της έδειξε το σημείο με τις δύο κουρτίνες που έκρυβαν το μικρό ντιβάνι στην άκρη.

»Κοιμάμαι εδώ .  Θέλω να μένω μόνος. Αλλά τώρα είναι δικό σου.»

Έπαυσε απότομα . Σαν κάτι να σφηνώθηκε επίπονα στο λαιμό του. Του πήρε αρκετή ώρα, ώστε να της μιλήσει λογικά και να την πείσει ότι : η ανανδρία του αδελφού του δεν ήταν προσδοκία δική της . Κάποιος πιο υπεύθυνος,  έπρεπε να την επισκιάσει.

Και από τότε , ο ύπνος του, διέσχιζε τη νύχτα χωρίς να τον τυραννάει.

Μια μέρα από τις πολλές , έκρυψε τον πίνακα της Δούκισσας παραιτημένος πλέον από την ιδέα και την περίμενε να γυρίσει , έκλεισε τα μάτια και την ονειρεύτηκε να σεργιανίζει ξανά στο δωμάτιο.  Έπειτα έστησε ένα οβάλ καμβά στο καβαλέτο και χάραξε το πρόσωπο της , όπως το θυμόταν όταν ήρθε πλέον για να μείνει. Ίσως να ήρθε τελικά , για να ομορφύνει  την έγκλειστη ζωή του.

Φοβόταν , πως ξαφνικά η Υπατία θα γυρίσει στις παλιές τις  μέρες και εκείνος,  θα ξυπνούσε ξανά μέσα στις ριπές τον κανονιών, θα σερνόταν σε ματωμένες λίμνες  και Θα άκουγε  φωνές  των πληγωμένων ανδρών . Και η πληγή στον θώρακα θα τον πόναγε, σαν να είχε μόλις ανοίξει…

Όμως τίποτα από εκείνη , δεν έμοιαζε να ζητά τον Πατρίκιο πίσω. Ποτέ δεν φάνηκε να τον επιθυμεί.   Έτσι πίστευε , ώσπου ένα βράδυ του Μαρτίου  , που την περίμενε με αγωνία, η πόρτα άνοιξε στις έντεκα και μισή . Το γύρισμα στην κλειδαριά , εύθυμο και γρήγορο σήμαινε καθαρά μια νύχτα χορού και διασκέδασης.

«Γιατί άργησες τόσο να γυρίσεις;»

Μούγκρισε  οργισμένα και ορμητικά.

-Είναι Σάββατο. Ήθελα να βγω. 

- Μαζί του.

- Μην είσαι ανόητος.

-Τότε; Με ποιόν ;

 . Με συμμαθητές . Τώρα με συγχωρείς. Είμαι αρκετά κουρασμένη.  

- Σε έφερα εδώ  για να σε προστατέψω. Μην μου γυρίζεις την πλάτη !

Η Υπατία αποτραβήχτηκε στο ξύλινο καλόγερο. Τα μάτια της πετάρισαν με νεύρο.

-Το ξέρω πως με περίμενες… Αν και ξέρω  τι μου κρύβεις , δεν ξέρω γιατί είμαι πάλι εδώ.

-Γιατί να τόσο δυσπρόσιτη;

Είπε υψώνοντας τη φωνή με απαίτηση ο ζωγράφος.  

Η Υπατία είχε πλέον τραβήξει το δεύτερο γάντι της. Το σώμα της σάλεψε, μέσα από την ίδια νευρική διάθεση.

«Τι θέλει από μένα ο άντρας που με μισεί;»

Ο Ανδρέας ανάσανε αργά για να ηρεμήσει τους παλμούς της καρδιάς του. Ήταν ένας πυρετός , που με τίποτα δεν μπορούσε να ανακουφίσει.

«Σε μισούσα. Σε είχε μαζί του και εγώ δεν μπορούσα.  Σε φιλούσε όταν εγώ δεν μπορούσα. Και εσύ παραδινόσουν . Ασύδοτά… ανεμπόδιστα.  Δεν μπορούσα  τίποτε άλλο , από το να σε μισώ.»

Η Υπατία χαμήλωσε το βλέμμα ξεκούμπωσε το ανοιξιάτικο ταγέρ της. Αυτές οι περιγραφές, την  έκαναν να ντραπεί για τον εαυτό της.

 Ο Ανδρέας είδε τα μαλλιά της να πέφτουν και να απλώνονται ατελείωτα στο φόρεμα της. Κάθε φορά που άλλαζε και στολίζονταν μπροστά του ,ξεδίπλωνε την ψυχή  της σιωπηλά. Γιατί ήταν ακόμα εκεί;  Έπρεπε να δώσει ένα τέλος στην αγωνία τόσων ημερών.

 Χίμηξε κατά πάνω της και έκλεψε το φιλί της. Το μυαλό του γέμισε από σκέψεις. Και η μόνη που τον έπεισε ήταν να την κερδίσει. Να λύσει το φόρεμα της και να μεθύσει από τη φρέζια στη σάρκα της.

 Έπεσαν στο καραβόπανο που είχε πάντα στρωμένο στο πάτωμα. Τα δευτερόλεπτα  φάνηκαν σαν λεπτά , και τα λεπτά σαν ώρες  .  Αισθάνθηκε το δέρμα στο λαιμό της παγωμένο.  Ήταν ένα πλάσμα άβγαλτο και φοβισμένο .Και αυτός ,   ήταν ο πρώτος άντρας που έκανε βόλτα στο κορμί της. Ήταν ερωτευμένος , κανείς δεν μπορούσε να τον δικάσει . Κανείς δεν μπορούσε να δει τι αισθάνεται και υποφέρει  για αυτήν.

 

                                 -

Κόντευε δέκα το πρωί όταν τον ξύπνησαν χτυπήματα στην πόρτα. Η  Υπατία έλειπε. Φεύγοντας τον σκέπασε και μάζεψε τα ρούχα από το πάτωμα.

Ο Ανδρέας φόρεσε ξέπνοος το πουκάμισο και το παντελόνι του. Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του και ένιωσε πάλι τα δάχτυλα της να μπλέκονται στις καστανές τούφες τους. Έμοιαζε με ένα όνειρο ότι συμβαίνει. Ένα όμορφο γεμάτο χρώμα όνειρο.

Άνοιξε την πόρτα. Έκπληκτος είδε τον Πατρίκιο . Εκείνος ,που εδώ και ένα λεπτό χτυπούσε ανυπόμονα το πόδι του , τον κοίταξε έκπληκτος και τον ρώτησε γιατί κοιμόταν  , μια τέτοια ώρα.

«Τι θες Πατρίκιε;»

Αλλά ο Πατρίκιος εντελώς απερίσκεπτα έσπρωξε την πόρτα και πέρασε στο ατελιέ απρόσκλητος. Κάθισε στον καναπέ και ξεφύσησε κοιτώντας στο κενό  με ένα απλανές βλέμμα. 

Ο Ανδρέας βάλθηκε να κουμπώσει τα υπόλοιπα κουμπιά του πουκάμισου του.  Αναρωτιόταν που να πήγε εκείνη  . Γιατί να έρθει ο Πατρίκιος. Τι θα έκανε ο ίδιος;

«Είναι μέρες τώρα που σκέφτομαι. Που να έχει πάει. Μου είπαν πως έφυγε από το ενοίκιο . Δεν έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο . Ίσως δεν έπρεπε να την αφήσω έτσι.»

«Στο είπα. Αυτή η κοπέλα δεν κάνει για σένα.»

Ο Ανδρέας ήθελε να του πει απλά πως :αυτό που ζητούσε πίσω ήταν αδύνατο να γυρίσει. Ήταν πλέον δικό του.

Ο Πατρίκιος ξεφύσησέ πάλι ,σαν να μην είχε αντοχή  να κάνει κάτι άλλο .

« Πες μου Αντρέα. Έτυχε ποτέ να ποθήσεις μια γυναίκα; Πως ένιωσες;»

«Πως ένιωσα …» ψέλλισε ο Ανδρέας . Και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται πάλι  καθώς έσμιγε μαζί της.

Καμιά περιγραφή δεν έφτανε.

«Τη συνάντησα στο δρόμο.» εξακολούθησε ο μικρός αδελφός « την προσκάλεσα να έρθει στο σπίτι. Ήθελα να της πω ότι τη θέλω πίσω. Να της ζητήσω να γυρίσει. Και αυτή; Με προσπέρασε. Σαν να μην τη νοιάζει.»

«Γιατί . Τι θα γίνει στο σπίτι.;»

Ο Ανδρέας , κοίταξε προς τον αδελφό του. Η ζήλεια και ο φόβος της απάρνησης τον συντάραξαν τόσο , που δεν θυμόταν πότε ο ίδιος είχε γεννηθεί.

«Γιατι ήρθες εδώ Πατρίκιε;»

«Είναι Κυριακή. Η μητέρα θέλει να έρθεις , να γευματίσουμε σαν οοικογένεια .Την αγνοείς έχεις παραμελήσει. Όλους μας.»

Σιώπησε για λίγο. Αρκούσε μια απάντηση όμως για να τον απαλλάξει.

«Δεν είναι πλέον οι συγκυρίες ίδιες .»

 

                                   ---

 

Η κυρία Κυπριανίδη , έχουσα τρεις ιούς και μεταξύ αυτών ένα δόκιμο Εύελπι και έναν ήρωα του Μικρασιατικού πολέμου , θα έχανε την ευκαιρία να τους παρουσιάσει στον κόσμο με όλες τις τιμές.

Διοργάνωσε μια γενέθλια συγκέντρωση , μεταξύ φίλων και άλλων απομενόντων  στρατιωτών  -  καθώς  κανένας δεν τον είχε δει από όταν επέστρεψε.

Θα ήταν ένα εξαιρετικό θέαμα ασφαλώς , η θέα ενός αξιωματικού που είχε πολλά να διηγηθεί. Άλλωστε άπαντες ποθούν να ακούν για ηρωισμούς  και ουδείς την φρίκη του πολέμου.

Μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα όμως , ο Ανδρέας παρέμενε στο ατελιέ και περίμενε την επιστροφή της Υπατίας . Τα πρωινά έστεκε κρυφά έξω από τις πύλες της ΣΧΟΛΉΣ ΚΑΛΏΝ ΤΕΧΝΏΝ -και με αρκετή τύχη την έβλεπε έξω στην αυλή. Μάλιστα δωροδόκησε ένα συμμαθητή της ώστε να αποσπάσει κάποια νέα της.  Το μεσημέρι χάραζε πινελιές με μανία στο οβάλ κάδρο . Τα βράδια ξάπλωνε άγρυπνος  στο μικρό ντιβάνι του ατελιέ. Τα μάτια του έλαμπαν υγρά στο σκοτάδι. Περίμενε.

Ώσπου τελικά ήρθε η μέρα να παρουσιαστεί ξανά στον κόσμο και να αντικρίσει τον περίγυρο του. Φόρεσε την επίσημη στολή του και κρέμασε το περίστροφο του στη μέση.  

Αυτή η νύχτα θα περνούσε μονότονα σαν κάθε άλλη και εκείνη -ήταν βέβαιος-δεν θα ερχόταν .

                              ---

«Πολλά τα έτη ανθυπολοχαγέ.»

Ο λοχίας Πολυχρονίδης ,  τσούγκρισε το ποτήρι του με ορμή στο κρυστάλλινο ποτηράκι με το Κουαντρό του Ανδρέα.  Του είπε ότι δεν φαινόταν ιδιαίτερα εύθυμος ενώ θα έπρεπε. Η βραδιά ήταν αφιερωμένη σε εκείνον.

«Συγκινήστε που μας βλέπετε πάλι όλους μαζί.» το πλάγιο βλέμμα του Ανδρέα τον τρόμαξε « Όσους απομείναμε  δηλαδή…»

«Δεν περάσαμε και λίγα στο Αφιόν Καραρχησάρ. Ήταν μια αναπάντεχη ήττα»

Αποκρύφθηκε ο Ανδρέας αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.

«Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος ανθυπολοχαγέ . Πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά…»

Προτού καλά- καλά ολοκληρώσει την πρόταση ο Πολυχρονίδης έδωσε ένα ζωηρό πήδημα και βρέθηκε δίπλα στον υποδεκανέα  Μελίδη. Ψιθύρισε κάτι στο αυτί του και έπειτα κοίταξαν προς τους πυλώνες του σαλονιού με βλέμμα θεατή. Κατάλαβαν ότι η αφιχθείσα  δεν ήταν άλλη από την  φιλενάδα  του Πατρικίου Κυπριανίδη , και ο θεός ξέρει πόσα άκουσαν για εκείνη που ψιθύριζαν και ξέσπαγαν σε βουβά γέλια   χωρίς ίχνος ντροπής και επιείκειας. Πράγματι η ασάφεια του Πατρικίου λέρωσε την εικόνα ενός απείρου κοριτσιού.

Ο Ανδρέας δεν έδωσε καμία σημασία. Κοίταξε πάνω από τους ώμους της και αντιλήφθηκε  την απώλεια των πλούσιων μαλλιών της.

Ο Πατρίκιος την πλησίασε αγέρωχος και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί , που δεν ήταν άλλο από ένα κομπλιμέντο για την αλλαγή της.

Ο Ανδρέας ένιωσε τη ζήλεια να φουντώνει πάλι μέσα του , μιας και ήξερε ότι ο αδελφός του θα τη διεκδικούσε πάλι. Έπρεπε να κρατηθεί , για να περάσει αυτή η βραδιά με όση αξιοπρέπεια γίνεται. Ήταν δύσκολο. Η μουσική της ορχήστρας φάνταζε ανυπόφορη, οι καλεσμένοι κακόβουλοι, και ο  Πατρίκιος,  ένας επίμονος πολιορκητής , που στριφογύριζε γύρω από αυτό που του ανήκει.

Χόρευε μαζί της και δεν είχε καθόλου τύψεις για τον διασυρμό που της προκάλεσε. Όμως ο Ανδρέας ήξερε , ότι εκείνη είχε έρθει μόνο για εκείνον.

Το τελευταίο μπλουζ τελείωσε και ο ήρωας Κυπριανιδης, είδε τον λοχία Πολυχρονίδη να πνίγει το τελευταίο του χαχανητό σε ένα ποτήρι  ξεθυμασμένης σαμπάνιας.  Τώρα ήταν βέβαιος , πως αν η Υπατία λυγούσε θα εξευτελιζόταν στον αιώνα τον άπαντα.

«Φτάνει πια ! Μας έχετε σκανδαλίσει.»  είπε ο εορτάζων  γυρνώντας προς τον   Πολυχρονίδη. Έπειτα του συνέστησε να σεβαστεί την γιορτή , ειδάλλως μπορούσε να αποχωρήσει.

Η Υπατία διασταύρωσε το βλέμμα της με το δικό του και το χαμήλωσε στο πάτωμα γεμάτη ντροπή. Ο Πατρίκιος έπρεπε να ασχοληθεί με τη μητέρα του και έτσι αποφάσισε να ανακαλέσει την επίσκεψη της. Βγήκε από το σαλόνι και κατέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα με χοροπηδητά βήματα. Ο Ανδρέας την ακολούθησε περιφρονώντας τα βλέμματα των γύρω του.

Από τη βεράντα η Υπατία μπορούσε να νιώσει τη δροσιά του καταπράσινου κήπου. Το γιασεμί που σκάλωνε στις τρυπητές καμάρες τη ζάλισε . Νόμιζε ότι μέσα στη ζάλη και τον παραλογισμό της ένας ίσκιος έτρεχε ξοπίσω της.  Το πρόσωπο του ήρωα Κυπριανίδη   διαγράφτηκε  στο ημίφως της νύχτας.

-          Γιατί με ακολουθείς;

-          Περίμενα τη στιγμή που θα μιλήσουμε.

-          Νομίζω τα γεγονότα μίλησαν μόνα τους.

Ο Ανδρέας στάθηκε απέναντι της ψύχραιμος. Έπρεπε όσο ήταν δυνατόν να επιβληθεί στα αισθήματα του. Δεν θα είχε κανένα νόημα να της μιλήσει για αγάπη .Όχι όπως κάθε άλλος. Όχι όπως όλοι εκείνοι που μιλούν χωρίς ποτέ να πράττουν.

«Τίποτα δεν είναι όπως θεωρείς.  Τίποτα δεν είναι όπως το βλέπεις…. Υπατία , έλα να φύγουμε μαζί.»

 

Τα χέρια της διέγραψαν κινήσεις αλλοπρόσαλλές  στον αέρα  . Κινήσεις που δήλωναν απελπισία.

« Πως να έρθω μαζί σου! Με πήρες κοντά σου , είπες,  για να με σώσεις. Και με εκμεταλλεύτηκες…Τι άνθρωποι είστε εσείς;»

 

Το φεγγάρι κοίταζε τον κόσμο στάσιμο , σε έναν ουρανό παγερό και κρυσταλλωμένο.

Ήταν άνοιξη  , όμως ο χειμώνας έμοιαζε να έχει τρυπώσει για λίγο.  Τα πάγωσε όλα στο πέρασμα του , και τα λουλούδια στις αυλές έσταζαν υγρασιασμένα.  Ήρθε , όπως έρχεται κάθε φορά , που οι άνθρωποι στέκουν ανάμεσα  στην αγάπη και τον φόβο  . Μέχρι κάποιος πιο γενναίος να τον διώξει.

Ο Ανδρέας όπως τόσο καλά είχε μάθει σήκωσε ανύποπτα το περίστροφο στον αέρα.  Η Υπατία κραύγασε στον ήχο της σφύρας. Κανείς δεν άκουσε  μέσα στην ένταση της μουσικής. Η κάννη του όπλου,  ακουμπούσε απαλά τις καστανές τρίχες , που έπεφταν στον  κρόταφο του Αντρέα.

«Είδα τον κόσμο να χάνετε από μπροστά μου. Δεν φοβάμαι να τον δω και πάλι. Λοιπόν; Τι αποφασίζεις;»

 

                      ----------------

Πέρασε ένας χρόνος από το βράδυ που έφυγαν μαζί. Χρειάστηκαν τρεις μήνες μέχρι να λάβει η οικογένεια κάποια είδηση.

Ο Πατρίκιος δεν θύμωνε πλέον .

Στάθηκε αρκετή ώρα στο μπαλκόνι του σαλονιού . Ώσπου κάποτε ένιωσε την παρουσία της μητέρας του . Την κοίταξε πάνω από τον ώμο του , έχοντας διαβάσει ήδη την ερώτηση στο βλέμμα της.

Ο αδελφός μου έπραξε όπως έπρεπε εγώ να είχα κάνει. Μου πήρε ένα έτος , αλλά τον παραδέχομαι.

Η μητέρα , που μέχρι εκείνο το πρωί λάμβανε γράμματα του υιού της ,  γνώριζε από καιρό τι επρόκειτο να γίνει και διάβασε πολλές φορές για τις ελπίδες του Ανδρέα λάβει συγχώρεση.  Αλλά όπως ο μικρότερος υιός παραδέχτηκε , ήταν εκείνος που έπραξε καλύτερα. Η μητέρα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί η πρόσκληση εστάλη στο όνομα του Πατρικίου. Πιθανόν , για να αποδεχτεί τα καθέκαστα και να συνδράμει με μια φράση στην ευτυχία του αδελφού του .

«θα τους συγχωρέσεις ;»

Ο Πατρίκιος χαμογέλασε μετά από πολύ καιρό.

Μπορεί να τους συγχωρέσα ήδη.

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις